εκθρώσκω

εκθρώσκω
ἐκθρῴσκω (Α)
1. πηδώ, πετιέμαι έξω
2. εξορμώ
3. (για την καρδιά) χτυπώ δυνατά
4. φεύγω γρήγορα
5. ξυπνώ
6. (για βρέφος) γεννιέμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διεκθρώσκω — διεκθρῴσκω (Α) [εκθρῴσκω] πηδώ ανάμεσα από κάτι …   Dictionary of Greek

  • εκθορώ — ἐκθορῶ ( έω) (Α) εκθρώσκω …   Dictionary of Greek

  • εκθόρνυμι — ἐκθόρνυμι (Α) εκθρώσκω …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • προεκθρώσκω — ΜΑ πετιέμαι έξω, ξεπηδώ προηγουμένως («φυτὰ προεκθορόντα εἰς γέννησιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθρῴσκω «πετιέμαι έξω, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσεκθρώσκω — Α κάνω κάποιον ή κάτι να εκπηδήσει επί πλέον («υἱὸν ἔχειν βουλόμενος καὶ τὸ τῶν γυναικῶν γένος μισῶν, πέτρᾳ τινὶ προσεξέθορεν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκθρώσκω — Μ πετιέμαι έξω, εξορμώ μαζί με άλλους («συνεξέθορον ἔνοπλοι», Αλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, πετιέμαι εξω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”